σαραβαλιάζομαι

σαραβαλιάζομαι
σαραβαλιάζομαι, σαραβαλιάστηκα, σαραβαλιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σαραβαλιάζω — Ν [σαράβαλο] 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι ή κάποιον σαράβαλο, εξαρθρώνω, ξεχαρβαλώνω κάτι ή αχρηστεύω κάποιον (α. «έτσι όπως κάθησε, σαραβάλιασε την καρέκλα» β. «μού έδωσε τόσο που μέ σαραβάλιασε») 2. μέσ. σαραβαλιάζομαι (για πράγμ.) υφίσταμαι μεγάλες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”